πενθώ — πενθώ, πένθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πενθώ — πένθησα 1. έχω πένθος. 2. πενθοφορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενθῶ — πενθέω bewail pres subj act 1st sg (attic epic doric) πενθέω bewail pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπενθώ — έω, Α [πενθῶ] 1. πενθώ κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον άλλον («οὐ συμπενθήσοντες τοὺς τεθνεῶτας ἀλλὰ συνηδόμενοι ταῑς ἡμετέραις συμφοραῑς», Iσοκρ.) 2. (αμτθ.) πενθώ μαζί με κάποιον 3. (απολ.) μετέχω σε γενικό πένθος … Dictionary of Greek
αποπενθώ — ἀποπενθῶ ( έω) (Α) 1. πενθώ, θρηνώ κάποιον 2. παύω να πενθώ, ξεπενθώ … Dictionary of Greek
λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… … Dictionary of Greek
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek
αποθρηνώ — ἀποθρηνῶ ( έω) (Α) θρηνολογώ, πενθώ … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
βαρυπένθητος — βαρυπένθητος, ον (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πενθητος < πενθώ ( έω) < πένθος] … Dictionary of Greek